αποκραιπαλώ

αποκραιπαλώ
ἀποκραιπαλῶ (-άω) (Α)
1. κοιμάμαι ύστερα από κραιπάλη
2. επιδίδομαι σε κραιπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από* + κραιπαλώ < κραιπάλη «μεθύσι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”